- παρακλητικός
- -ή, -ό / παρακλητικός, -ή, -όν, Ν ΜΑ [παρακαλώ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, ικετευτικόςνεοελλ.-μσν.1. το θηλ. ως ουσ. η Παρακλητικήεκκλ. λειτουργικό βιβλίο τής Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια τών οκτώ ήχων τής βυζαντινής μουσικής που ψάλλονται όλες τις ημέρες τής εβδομάδας, αλλ. Μεγάλη Οκτώηχος2. το ουδ. ως ουσ. το Παρακλητικόνεκκλ. η Παρακλητική3. φρ. «παρακλητικός κανόνας»εκκλ. θρηνώδεις ύμνοι γραμμένοι στη συνήθη μορφή τών υμνογραφικών κανόνων, οι οποίοι συνοδεύονται από καθίσματα, απόστιχα και άλλα τροπάρια, μαζί με τα οποία αποτελούν μικρή ικετήρια ακολουθία που ψάλλεται τακτικά ή έκτακτα στους ναούς ή στα σπίτια σε κάθε περίστασημσν.φρ. «παρακλητική ἐλευθερία» — ελευθερία η οποία αποκτάται με δέηση, κατά χάρηαρχ.1. προτρεπτικός, παραινετικός2. αυτός που γίνεται μετά από αίτηση.επίρρ...παρακλητικώς και -ά / παρακλητικῶς, ΝΜΑνεοελλ.με παρακλήσεις, ικετευτικάαρχ.παραινετικά, προτρεπτικά.
Dictionary of Greek. 2013.